Constantine the Great and his arch of triumph in Rome |
Ελληνικά
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα σημεία της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ήταν και η ανακήρυξη του ως αγίου από την Εκκλησία. Πληρούσε άραγε ο Κωνσταντίνος τα κριτήρια που βάζει η Εκκλησία, έτσι ώστε να ανακηρυχτεί άγιος;
Επ’ αυτού έχει θεολογήσει ωραιότατα ο κ. Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας». Ας τον ακούσουμε λοιπόν και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του:
« Η Εκκλησία δεν ανακηρύσσει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας. Στα πρόσωπα των αγίων δεν βλέπει η Εκκλησία τα κοσμικά πρότυπα ενός άψογου ηθικού βίου, αλλά βλέπει την ενσάρκωση της αλήθειάς της, την ένσαρκη μαρτυρία της σωτηρίας, τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού, τις «απαρχές» της ζωής, προς την οποία ολόκληρη η Εκκλησία οδεύει. Η ατομική αρετή δεν συνιστά αγιότητα, αν δεν υπηρετεί την φανέρωση και μαρτυρία της Εκκλησίας. Ενώ η μετάνοια του ληστή την τελευταία στιγμή της ζωής του, χωρίς καμιά ορθολογική επανόρθωση των κακουργημάτων του βίου του, τον αναδείχνει άγιο της Εκκλησίας, υπόδειγμα και μέτρο του «καινού τρόπου της υπάρξεως» – της ερωτικής επιστρεπτικής φοράς του ανθρώπου στο Θεό – πρώτο πολίτη της Βασιλείας. Μόνο αυτή η σύνδεση της αγιότητας με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή , μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας.»
Επ’ αυτού έχει θεολογήσει ωραιότατα ο κ. Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας». Ας τον ακούσουμε λοιπόν και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του:
« Η Εκκλησία δεν ανακηρύσσει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας. Στα πρόσωπα των αγίων δεν βλέπει η Εκκλησία τα κοσμικά πρότυπα ενός άψογου ηθικού βίου, αλλά βλέπει την ενσάρκωση της αλήθειάς της, την ένσαρκη μαρτυρία της σωτηρίας, τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού, τις «απαρχές» της ζωής, προς την οποία ολόκληρη η Εκκλησία οδεύει. Η ατομική αρετή δεν συνιστά αγιότητα, αν δεν υπηρετεί την φανέρωση και μαρτυρία της Εκκλησίας. Ενώ η μετάνοια του ληστή την τελευταία στιγμή της ζωής του, χωρίς καμιά ορθολογική επανόρθωση των κακουργημάτων του βίου του, τον αναδείχνει άγιο της Εκκλησίας, υπόδειγμα και μέτρο του «καινού τρόπου της υπάρξεως» – της ερωτικής επιστρεπτικής φοράς του ανθρώπου στο Θεό – πρώτο πολίτη της Βασιλείας. Μόνο αυτή η σύνδεση της αγιότητας με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή , μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας.»
Constantine the Great, icon - as an Emperor and a Saint |
Italiano
Uno degli aspetti più chiacchierati della vita di San Constantino fu la sua santificazione dalla Chiesa. Ma alla fine dei conti Constantino aveva tutti i requisiti ecclesiastici per diventare santo? Su questo punto C. Giannaras ha teologizzato con molta precisione nel suo libro “Verità e unione della chiesa”. Sentiamo cosa dice. Ognuno di noi può trarre le sue conclusioni.
La chiesa non proclama i suoi santi con misure di perfezione morale individuale. La chiesa nei volti dei santi non riconosce i prototipi mondani di una vita morale impeccabile, ma guarda l’incarnazione della sua verità, la testimonianza incarnata della salvezza, i primi frutti del regno di Dio, gli “inizi” della vità, verso la quale tutta la Chiesa procede. La virtù individuale non costituisce santità, se non serve alla rivelazione e la testimonianza della Chiesa. La Chiesa ha fatto santo il ladro perchè la sua penitenza si realizzò all’ultimo momento della sua vità, senza nessuna redenzione ortologica dei suoi crimini – allora il ladro diventa l’esempio e la misura della “nuova esistenza” – e cosi diventa il primo abitante del regno dei cieli. Solo riconoscendo questa associazione tra santità e verità della Chiesa (e non attraverso una vita moralistica), possiamo arrivare ad una comprensione corretta del fatto della santificazione di Constantino il Grande. Se nei volti degli Apostoli la Chiesa ha visto i pilastri di un edificio del quale la pietra “miliare” è Cristo – i fondatori della rivelazione – il regno di Dio sulla terra – nella persona di Constantino il Grande la Chiesa ha riconosciuto l’Isapostolo, fondatore dell’universalità ed ecumenicità della Chiesa.
left, Justinian offers the temple of Aghia Sofia and right, Constantine the Great offers the city named after his name to the Mother of God |
English
One of the issues mostly debated regarding the life of Constantine the Great was his sanctification from the Church. Did Constantine however comply with the criteria set by the Church so that he could be declared a saint?
The Church does not proclaim its saints by measures of moral perfection of the individual. In the faces of the saints the Church does not see the secular prototypes of an impeccable life of morality but the incarnation of its truth, the incarnated testimony of salvation, the first fruits of the kingdom of God, the “beginnings” of life, towards which the Church proceeds. An individual’s virtue does not indicate sanctity unless it serves the purpose of the revelation and testimony of the Church. Yet, the thief on the cross was made saint since his remorse took place at the last minute of his life, without any orthological redemption of his crimes – therefore the thief becomes the example and the measure of the new existence. He becomes the first inhabitant of the kingdom of Heaven. Only by admitting this association between sanctity and truth of the church (and not via a moral life), we can reach to a correct understanding of the fact that Constantine the Great was made saint. If, in the faces of the Apostles, the Church has seen the pillars of a construction of which the “miliary” stone was Christ – the founders of the revelation – the kingdom of God on earth – in the person of Constantine the Great the Church has acknowledged the Isapostolos (equal-to-apostles), the founder of the universality and ecumenicity of the Church.
Nessun commento:
Posta un commento
Λόγου έλλειψης χρόνου ίσως δεν απαντήσουμε στα σχόλια σας. Να ξέρετε όμως ότι είναι πάντα καλοδεχούμενα και ότι πάντα τα διαβάζουμε. Ευχαριστούμε πάρα πολύ ! Per mancanza di tempo potremmo non rispondere ai vostri commenti. Dovete però sapere che i vostri commenti sono sempre benvenuti e che vengono letti sempre. Grazie mille !